- γκροτέσκο
- (grottesco).Όρος της διακοσμητικής τέχνης και της λογοτεχνίας. Στην πρώτη, γ. θεωρείται το είδος εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία και το παράδοξο, που φτάνει πολλές φορές έως την υπερβολή. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και οι αρχαίες ρωμαϊκές διακοσμήσεις που βρέθηκαν στο σπίτι του Νέρωνα (1ος αι.) και σε άλλες οικοδομές, σε ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη Ρώμη τον 15o αι. Από τότε, πολλοί ζωγράφοι, γλύπτες και αρχιτέκτονες, μιμήθηκαν τα αρχαία αυτά πρότυπα. Στον Μεσαίωνα πολλοί καλλιτέχνες δημιούργησαν γ. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους, κατά την περίοδο εκείνη, ήταν ο Ούντινε, ο Ραφαήλ και ο Πιντουρίτσιο. Τον 17o αι. ο τρόπος αυτός της διακόσμησης διαδόθηκε στη Φλάνδρα και στη Γαλλία.
Στη λογοτεχνία, ο όρος γ. καθιερώθηκε κατά την κλασική περίοδο για να χαρακτηρίσει τα κωμικά, εξαιτίας της αστείας εμφάνισής τους, πρόσωπα ή τους κωμικούς διαλόγους. Στους ρομαντικούς όμως η λέξη απέκτησε νέα σημασία. Στον πρόλογο, για παράδειγμα, που έγραψε ο Βίκτορ Ουγκό στην έκδοση του θεατρικού έργου του Κρόμβελ (1827), το γ. συμβολίζει το πρωτόγονο και ζωώδες στοιχείο που διατηρεί ο άνθρωπος, στοιχείο που έρχεται σε αντίθεση με τα υψηλά και ευγενικά συναισθήματά του, όπως η ευσέβεια και η αρετή. Το διάχυτο κωμικό στοιχείο του γ. κυριαρχεί κυρίως στις παρωδίες, στους λίβελους και στις θεατρικές φάρσες.
* * *και γροτέσκο, το1. όρος που δηλώνει κωμικό ή γελοιογραφικό στοιχείο2. διακοσμητική σύνθεση, στην οποία επικρατεί το ιδιότροπο και το παράδοξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grotesque < (αρχ. ιταλ.) grottesca (pittura) «ζωγραφιά τών σπηλαίων», θηλ. τού grottesco «ο σχετικός με τη σπηλιά» < grotta «σπηλιά» < λατ. crypta < ελλ. κρύπτη + -esco, επίθημα γερμανικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.